Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαμπία — η (Μ ἀλαμπία) [ἀλαμπής] έλλειψη φωτός ή λάμψης … Dictionary of Greek
αλαμπής — ἀλαμπής, ὲς (Α) 1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός 2. άσημος, άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + λαμπὴς < λάμπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλαμπία] … Dictionary of Greek